- θλιψεγκεφαλία
- ηιατρ.τερατογενής διάπλαση που υπάγεται στα ψευδεγκεφάλια τέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thlipsencephalie < thlips- (πρβλ. θλίψη) + -encephalie (πρβλ. εγκεφαλία < εγκέφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.